- μῡκηθμός
μῡκηθμός, ὁ, das Brüllen der Rinder, βοῶν, Od. 12, 265; μυκηϑμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο, Il 18, 675; Aesch. frg. 143 u. sp. D., wie Add. 3 (VI, 228); auch Luc., γῆς, de Mute Peregr. 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡκηθμός, ὁ, das Brüllen der Rinder, βοῶν, Od. 12, 265; μυκηϑμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο, Il 18, 675; Aesch. frg. 143 u. sp. D., wie Add. 3 (VI, 228); auch Luc., γῆς, de Mute Peregr. 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυκηθμός — ο (ΑΜ μυκηθμός) 1. η φωνή τών βοοειδών, μούγκρισμα, μουκάνισμα («οἱ δὲ βόες... μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υπόκωφη βοή, θόρυβος («ο μυκηθμός τής θάλασσας») αρχ. το βέλασμα τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι + επίθημα… … Dictionary of Greek
μυκηθμός — μῡκηθμός , μυκηθμός lowing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PENTHEUS — fil. Echionis ex Agave coniuge, filiâ Cami, qui cum Liberi patris sacra aspernaretur, irâ numinis, a matre et sorore in furorem versis, laceratus est. Α᾿πὸ τοῦ πένθεος, i.e. a luctu arcessit nomen. Unde Theocritus in Lenis, ubi historiam hanc… … Hofmann J. Lexicon universale
μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… … Dictionary of Greek
NOMADES — I. NOMADES Africae populi inter Zeugitanam regionem et Mauritaniam siti, qui postea literis aliquot mutatis Numidae appellati sunt. Hos scribit Sallustius Bell. Iugurth. c. 18. ex Persis ortum eraxisse, qui Herculem in Hispaniam comitati sunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
αγριομουγκάλισμα — και αγριομουγκάνισμα, το [αγριομουγκαλίζω] άγρια, δυνατή κραυγή σαν μυκηθμός βοδιού … Dictionary of Greek
βρίμη — βρίμη, η (Α) 1. ισχύς, δύναμη 2. μυκηθμός, βρυχηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βρίμη ανήκει σε μια ομάδα λέξεων εκφραστικών και σπάνιων και είναι πιθ. ονοματικό παράγωγο σε μ τού βρι (πρβλ. βριαρός, βρίθω). Ο προσδιορισμός της ακριβούς σημασίας τέτοιων… … Dictionary of Greek
κνυζηθμός — κνυζηθμός, ὁ (Α) 1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.) 2. μούγκρισμα θηρίου 3. κλαψούρισμα παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός] … Dictionary of Greek
μουγκαλισματιά — η 1. (για ζώα) μουγκρητό, μυκηθμός 2. (για ανθρώπους) δυνατό βογγητό πόνου, μούγκρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκάλισμα, ατος + κατάλ. ιά (πρβλ. καψιματ ιά, λαβωματ ιά)] … Dictionary of Greek
μουγκανητό — το μουγκρητό, μυκηθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουγκανίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, νιαουρ ητό)] … Dictionary of Greek