- μῡελο-τρεφής
μῡελο-τρεφής, ές, marknährend, gebend, E. M 630, 43 aus Timotheus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡελο-τρεφής, ές, marknährend, gebend, E. M 630, 43 aus Timotheus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυελοτρεφής — μυελοτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφεται ή έχει τραφεί με μυελό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μηρο τρεφής] … Dictionary of Greek