- μῡριόεις
μῡριόεις, εσσα, εν, = μύριος, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡριόεις, εσσα, εν, = μύριος, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυριόεις — μυριόεις, εσσα, εν (Α) (ποιητ. τ.) μυρίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις)] … Dictionary of Greek
μυρίος — ία, ίο και μύριος, ια, ο (ΑΜ μυρίος, ία, ίον και μύριος, ία, ίον, Α θηλ. και μυρίος και αιολ. τ. μυρίη, Μ και μύριος, ια, ο) 1. (ως αριθμ. επίθ., συν. στον πληθ., προπαροξύνεται κατά τους αρχ. και μτγν. γραμματικούς ως προπαροξύτονο σημαίνει… … Dictionary of Greek