- μῡριό-καρπος
μῡριό-καρπος, mit unzähligen Früchten, φυλλάς, Soph. O. C. 682.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡριό-καρπος, mit unzähligen Früchten, φυλλάς, Soph. O. C. 682.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίκαρπος — ον, ΜΑ αυτός που παράγει καρπό τρεις φορές τον χρόνο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «τρίκαρπον τριετῆ». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + καρπός (πρβλ. μυριό καρπος)] … Dictionary of Greek