μῡρι-όφθαλμος

μῡρι-όφθαλμος

μῡρι-όφθαλμος, = μυριόμματος, Eust. Od. 180, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μυριωπός — μυριωπός, ον (Α) αυτός που έχει αναρίθμητα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ωπός (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. αγρι ωπός] …   Dictionary of Greek

  • μυριόφθαλμος — μυριόφθαλμος, ον (Μ) αυτός που έχει αναρίθμητα μάτια, μυριόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ὀφθαλμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”