- μῡριό-φορτος
μῡριό-φορτος, dass., ναῦς, Automed. 11 (X, 23).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῡριό-φορτος, dass., ναῦς, Automed. 11 (X, 23).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλόφορτος — μεγαλόφορτος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει μεγάλο φορτίο, βαρυφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + φόρτος (πρβλ. αγλαό φορτος, μυριό φορτος)] … Dictionary of Greek