- μῑσο-γύνης
μῑσο-γύνης, ὁ, der die Weiber haßt, Weiberfeind; Strab. 7, 3, 4, Ath. XIII, 557 e u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῑσο-γύνης, ὁ, der die Weiber haßt, Weiberfeind; Strab. 7, 3, 4, Ath. XIII, 557 e u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεογύνης — νεογύνης, ὁ (Α) αυτός που έλαβε πρόσφατα γυναίκα ως σύζυγο, νεόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γύνης (< γυνή), πρβλ. μισο γύνης, φιλο γύνης] … Dictionary of Greek
πολυγύνης — ὁ, Α πολυγύναιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γύνης (< γυνή), πρβλ. μισο γύνης] … Dictionary of Greek
φιλογύνης — ο, ΝΑ αυτός που τού αρέσουν πάρα πολύ οι γυναίκες, λάτρης τού γυναικείου φύλου, γυναικάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γύνης (για τη μορφή τού β συνθετικού βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. μισο γύνης] … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek