μῑσο-γύναιος

μῑσο-γύναιος

μῑσο-γύναιος, Weiber hassend, Alc. 1, 34.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημιγύναιος — ημιγύναιος, ον (Α) ημιγύναιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γύναιος (< γυνή), πρβλ. μισο γύναιος, φιλο γύναιος] …   Dictionary of Greek

  • πολυγύναιος — Α (για άνδρα) πολύγαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γύναιος (< γύναιον < γυνή), πρβλ. μισο γύναιος] …   Dictionary of Greek

  • φιλογύναιος — ον, Α 1. ο φιλογύνης 2. αυτός που αγαπά τη γυναίκα του 3. αυτός που οφείλεται στη φιλογυνία («οἱ φιλογυναίοις συνουσίαις ἐπιμεμηνότες», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γύναιος (για τη μορφή τού β συνθετικού, βλ. λ. γυναίκα), πρβλ. μισο γύναιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”