- μῑσητής
μῑσητής, ὁ, der Hasser.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῑσητής, ὁ, der Hasser.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισητής — μισητής, Μ και μισηστής ὁ (ΑΜ) [μισώ] αυτός που μισεί κάποιον, ο εχθρός … Dictionary of Greek
μισητής — hater masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητῆς — μῑσητῆς , μισητός hateful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισηταῖς — μισητής hater masc dat pl μῑσηταῖς , μισητός hateful fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισηταί — μισητής hater masc nom/voc pl μῑσηταί , μισητός hateful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητοῦ — μισητής hater masc gen sg μῑσητοῦ , μισητός hateful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητῇ — μισητής hater masc dat sg (attic epic ionic) μῑσητῇ , μισητός hateful fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητήν — μισητής hater masc acc sg (attic epic ionic) μῑσητήν , μισητός hateful fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητά — μισητά̱ , μισητής hater masc nom/voc/acc dual μισητής hater masc voc sg μισητής hater masc nom sg (epic) μῑσητά , μισητός hateful neut nom/voc/acc pl μῑσητά̱ , μισητός hateful fem nom/voc/acc dual μῑσητά̱ , μισητός hateful fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητάς — μισητά̱ς , μισητής hater masc acc pl μισητά̱ς , μισητής hater masc nom sg (epic doric aeolic) μῑσητά̱ς , μισητός hateful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητιά — η (Μ μισητιά και μισητία και μεσητιά) μίσος, έχθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισητής (ή < μισητός) + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek