μῑσητή

μῑσητή

μῑσητή, , geile Dirne, Hure; Cratin. fr. inc. 78; VLL., die in dieser Bdtg μισήτη schreiben wollen, vgl. Eust. 1651, auch zur Erkl. μισγήτη gebildet haben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μισήτη — μίσητος hateful fem nom/voc sg (attic epic ionic) μισήτη hateful fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισητῇ — μισητής hater masc dat sg (attic epic ionic) μῑσητῇ , μισητός hateful fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισητή — μῑσητή , μισητός hateful fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισητῶν — μισήτη hateful fem gen pl μισητής hater masc gen pl μῑσητῶν , μισητός hateful fem gen pl μῑσητῶν , μισητός hateful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • αηδία — η (Α ἀηδία) 1. αηδιαστική γεύση, ανοστιά, σιχασιά 2. αηδιαστικό αίσθημα, αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια νεοελλ. ανόητος λόγος, βλακεία, σαχλαμάρα αρχ. 1. δυσαρέσκεια 2. μισητή, οχληρή παρουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αηδής. ΠΑΡ. αηδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ευδοξία — (; – 404 μ.Χ.). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (400 4). Κόρη Φράγκου στρατηγού, έγινε σύζυγος του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395 408). Η Ε. ήταν υπερβολικά φιλόδοξη και αυταρχική με έντονη προσωπικότητα. Ήρθε γρήγορα σε σύγκρουση με τον ισχυρό ευνούχο… …   Dictionary of Greek

  • εύμορφος — η, ο και ἔμορφος, η, ο και ὄμορφος, η, ο (ΑΜ εὔμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη… …   Dictionary of Greek

  • μίσητος — μίσητος, ήτη, ον (Α) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ακόλαστος, λάγνος, που έχει έντονες σεξουαλικές επιθυμίες 2. (γενικά) άπληστος, ακόρεστος, αχόρταγος 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισήτη η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισητός < μισῶ, με… …   Dictionary of Greek

  • μισιεραρχία — μισιεραρχία, ἡ (Μ) μισητή ιεραρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἱεραρχία] …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”