- αἰθερο-λόγος
αἰθερο-λόγος, den Aether, die Gestirne betrachtend, Thales, Diog. L. 2, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰθερο-λόγος, den Aether, die Gestirne betrachtend, Thales, Diog. L. 2, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλιλογώ — (AM καλλιλογῶ, έω) εκφράζω κάτι με γλαφυρότητα, εκφράζομαι με κομψότητα λόγου νεοελλ. κολακεύω αρχ. μέσ. καλλιλογοῡμαι, έομαι χρησιμοποιώ εύσχημες φράσεις για κάλυψη κάποιου κακού πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + λογῶ (< λόγος < λόγος) … Dictionary of Greek
αιθερολόγος — αἰθερολόγος, ον (Α) (για τον Θαλή και τον Αναξιμένη) αυτός που μιλά, που πραγματεύεται για τον αιθέρα και τα σχετικά με αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, έρος + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αρχ. αἰθερο λογῶ] … Dictionary of Greek