- αἰθερο-βάμων
αἰθερο-βάμων, ον, im Aether wandelnd, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰθερο-βάμων, ον, im Aether wandelnd, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιπποβάμων — ἱποβάμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «ρήματα… … Dictionary of Greek
καλοβάμων — ον (AM καλοβάμων, ον) νεοελλ. φρ. «καλοβάμονα πτηνά» τάξη πτηνών με ψηλά και λεπτά πόδια, όπως είναι ο γερανός, ο πελαργός κ.ά. μσν. αρχ. 1. αυτός που βαδίζει επάνω σε καλόβαθρα 2. ο σχοινοβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + βάμων… … Dictionary of Greek
κολοσσοβάμων — κολοσσοβάμων, ον (Α) αυτός που στέκεται πατώντας με ανοιχτά πόδια σαν κολοσσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] … Dictionary of Greek
λεοντοβάμων — λεοντοβάμων, ον (Α) αυτός που στηρίζεται σε βάση η οποία έχει σχήμα λιονταριού ή ποδιών λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] … Dictionary of Greek
μακροβάμων — μακροβάμων, ον (Α) αυτός που περπατά με μακρά, με μεγάλα βήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] … Dictionary of Greek
μετεωροβάμων — μετεωροβάμων, ον (Μ) αυτός που αεροβατεί, ανόητος, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ουρανο βάμων] … Dictionary of Greek
ξυλοβάμων — ξυλοβάμων, ονος, ό, ἡ (Μ) αυτός που φορά ψηλά ξύλινα υποδήματα, που βαδίζει με μακριά ξύλινα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ιππο βάμων] … Dictionary of Greek
θεατροβάμων — θεατροβάμων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που συχνάζει στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] … Dictionary of Greek
μονοβάμων — μονοβάμων, ον (Α) 1. αυτός που βαδίζει μόνος 2. (για στίχο) αυτός που σύγκειται από έναν μόνο πόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] … Dictionary of Greek
νεφελοβάμων — ον αυτός που περπατά στα σύννεφα, που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. ο + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ν. Γ. Μοσχοβάκη] … Dictionary of Greek
ονειροβάμων — ο ονειροπόλος, φαντασιόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρο + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] … Dictionary of Greek