αἰθρήεις

αἰθρήεις

αἰθρήεις, dasselbe, Boreas, Opp. C. 4, 73; vgl. Schol. Pind Ol. 3, 28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αιθρήεις — αἰθρήεις, εσσα, εν (Μ) [αἴθρη] αίθριος* …   Dictionary of Greek

  • αἰθρήεντα — αἰθρήεις neut nom/voc/acc pl αἰθρήεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρήεντος — αἰθρήεις masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίθρη — αἴθρη και α, η (Α) καθαρός, ανέφελος ουρανός, λαμπρός καιρός, αιθρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ*. ΠΑΡ. μσν. αἰθρήεις. ΣΥΝΘ. αρχ. αἰθρη γενέτης, αἰθρη γενής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”