αἰθρία

αἰθρία

αἰθρία, , = αἴϑρη, heiterer Himmel (nach Arist. mund. 4 ἀὴρ ἀνέφελος καὶ ἀνόμιχλος), Her. 2, 68, der 7, 37 ὶπινεφέλων ὄντων entgegensetzt, und 8, 188 νηνεμίῃ damit verb.; ἐξ αἰϑρίας ἀστραπαί Xen. Hell. 7, l. 31 [vgl. αἰϑρίας ὕειν Ar. Nub. 371, wo , wie ἐξ αἰϑ ρίας αστράπτειν Cratin. bei Ael. H. A. 12, 10, vgl Sol. 4, 22]; ὑπὸ αἰϑρίας, unter freiem Himmel, Xcn. An. 4. 4, 14, mit dem Nebenbegriff der Kälte; den Plur. hat Plut. Sert. 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αἰθρία — αἰθρίᾱ , αἰθρία in clear weather fem nom/voc/acc dual αἰθρίᾱ , αἰθρία in clear weather fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἰθρίᾱ , αἰθριάω expose to the air pres imperat act 2nd sg αἰθρίᾱ , αἰθριάω expose to the air imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… …   Dictionary of Greek

  • αἰθρίᾳ — αἰθρίαι , αἰθρία in clear weather fem nom/voc pl αἰθρίᾱͅ , αἰθρία in clear weather fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθρία — η ξαστεριά: Σήμερα επιτέλους έχει αιθρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἴθρια — αἴθριον clear neut nom/voc/acc pl αἴθριος clear neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρίας — αἰθρίᾱς , αἰθρία in clear weather fem acc pl αἰθρίᾱς , αἰθρία in clear weather fem gen sg (attic doric aeolic) αἰθρίᾱς , αἰθριάω expose to the air imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρίαν — αἰθρίᾱν , αἰθρία in clear weather fem acc sg (attic doric aeolic) αἰθρίᾱν , αἰθριάω expose to the air imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) αἰθρίᾱν , αἰθριάω expose to the air imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθριάσας — αἰθριά̱σᾱς , αἰθριάω expose to the air pres part act fem acc pl (doric) αἰθριά̱σᾱς , αἰθριάω expose to the air pres part act fem gen sg (doric) αἰθριά̱σᾱς , αἰθριάω expose to the air aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρίαι — αἰθρία in clear weather fem nom/voc pl αἰθρίᾱͅ , αἰθρία in clear weather fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθριάσουσαν — αἰθριά̱σουσαν , αἰθριάω expose to the air fut part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθρίαις — αἰθρία in clear weather fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”