- αἰθρη-γενής
αἰθρη-γενής, = Vor., Hom. zweimal, Iliad. 15, 171. 19, 358 αἰϑρηγενέος Βορέαο Versende; Apoll. Rh. 4, 765 ανέμοις αἰϑρηγενέεσσιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰθρη-γενής, = Vor., Hom. zweimal, Iliad. 15, 171. 19, 358 αἰϑρηγενέος Βορέαο Versende; Apoll. Rh. 4, 765 ανέμοις αἰϑρηγενέεσσιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίθρη — αἴθρη και α, η (Α) καθαρός, ανέφελος ουρανός, λαμπρός καιρός, αιθρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ*. ΠΑΡ. μσν. αἰθρήεις. ΣΥΝΘ. αρχ. αἰθρη γενέτης, αἰθρη γενής] … Dictionary of Greek
ιερογενής — ἱερογενής, ές (Μ) (επίθ. τής Θεοτόκου) αυτή που γέννησε ιερό τέκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. αιθρη γενής, θεη γενής] … Dictionary of Greek
ονειρογενής — ὀνειρογενής, ές (Α) αυτός που είναι πλάσμα τής φαντασίας, ονειρογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρος + γενής (< γένος), πρβλ. αιθρη γενής] … Dictionary of Greek