- αἰθρη-γενέτης
αἰθρη-γενέτης, im Aether geboren, Hom. einmal, Od. 5, 296 Βορέης αἰϑρηγενέτης, vgl. αἰϑήρ u. αἴϑρη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰθρη-γενέτης, im Aether geboren, Hom. einmal, Od. 5, 296 Βορέης αἰϑρηγενέτης, vgl. αἰϑήρ u. αἴϑρη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίθρη — αἴθρη και α, η (Α) καθαρός, ανέφελος ουρανός, λαμπρός καιρός, αιθρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ*. ΠΑΡ. μσν. αἰθρήεις. ΣΥΝΘ. αρχ. αἰθρη γενέτης, αἰθρη γενής] … Dictionary of Greek
πυριγενέτης — ὁ, Α πυριγενής («στόμια πυριγενετᾶν χαλινῶν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γενέτης (< θ. γενε τού γίγνομαι, πρβλ. γένεσις), πρβλ. αιθρη γενέτης] … Dictionary of Greek
αιθρηγενέτης — αἰθρηγενέτης, ο (Α) αυτός που γεννήθηκε στην αιθρία, στον καθαρό ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθρη + γενέτης < γίγνομαι] … Dictionary of Greek