αἱμάς

αἱμάς

αἱμάς, άδος, ἡ, Blutstrom, κηκιομένα ἑλκέων Soph. Philoct. 697, Schol. ἡ τοῠ αἵματος ῥύσις.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αιμάς — αἱμάς ( άδος), η (Α) [αἷμα] εκροή αίματος …   Dictionary of Greek

  • αἱμάδα — αἱμάς gush fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”