αἱμοῤ-ῥοΐς

αἱμοῤ-ῥοΐς

αἱμοῤ-ῥοΐς, ίδος, ἡ, 1) = αἱμόῤῥοια, bes. plur., Arist. z. B. H. A. 3, 19; bei den Aerzten die Hämorrhoiden. – 2) eine Meerschnecke, Arist. H. A. 4, 4, extr. – 3) eine Schlangenart, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • геморой — заимств., по видимому, через нем. Hämorrhöe, чем прямо из лат. haemorrhois, греч. αἱμορ᾽ῥοΐς, αἱμόρ᾽ῥοια …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”