- αἰδεστικός
αἰδεστικός, schamhaft, Schol. Eur. Hipp. 348.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰδεστικός, schamhaft, Schol. Eur. Hipp. 348.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιδεστικός — αἰδεστικός, ή, όν (Μ) [αἰδεστός] αυτός που έχει αιδημοσύνη, ντροπαλός … Dictionary of Greek
αἰδεστικώτερον — αἰδεστικός modest adverbial comp αἰδεστικός modest masc acc comp sg αἰδεστικός modest neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδεστικόν — αἰδεστικός modest masc acc sg αἰδεστικός modest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδεστικούς — αἰδεστικός modest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδεστός — αἰδεστός, ή, όν (Α) σεβαστός, αξιοσέβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῦμαι. ΠΑΡ. μσν. αἰδεστικός] … Dictionary of Greek
αιδούμαι — αἰδοῡμαι ( έομαι) (Α) μτγν. και αἰδῶ, έω Ι. (ως ενεργητικό) προκαλώ τον σεβασμό κάποιου, εμπνέω σεβασμό ΙΙ. (ως αποθετικό) αιδούμαι 1. αισχύνομαι, ντρέπομαι 2. (με ηθ. σημ.) φοβάμαι, σέβομαι 3. σέβομαι τη δυστυχία τού άλλου, συμπονώ, συμμερίζομαι … Dictionary of Greek