- αἰδεστός
αἰδεστός, verehrenswerth, Plut. an seni 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰδεστός, verehrenswerth, Plut. an seni 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιδεστός — αἰδεστός, ή, όν (Α) σεβαστός, αξιοσέβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῦμαι. ΠΑΡ. μσν. αἰδεστικός] … Dictionary of Greek
αἰδεστόν — αἰδεστός revered masc acc sg αἰδεστός revered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰδεστοί — αἰδεστός revered masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδεστικός — αἰδεστικός, ή, όν (Μ) [αἰδεστός] αυτός που έχει αιδημοσύνη, ντροπαλός … Dictionary of Greek
αιδούμαι — αἰδοῡμαι ( έομαι) (Α) μτγν. και αἰδῶ, έω Ι. (ως ενεργητικό) προκαλώ τον σεβασμό κάποιου, εμπνέω σεβασμό ΙΙ. (ως αποθετικό) αιδούμαι 1. αισχύνομαι, ντρέπομαι 2. (με ηθ. σημ.) φοβάμαι, σέβομαι 3. σέβομαι τη δυστυχία τού άλλου, συμπονώ, συμμερίζομαι … Dictionary of Greek