- παρ-ορίνω
παρ-ορίνω, = simpl., Alcaeus bei Simplic. ad Arist. de coelo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ορίνω, = simpl., Alcaeus bei Simplic. ad Arist. de coelo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έριδα — Βλ. λ. Έρις. * * * η (AM ἔρις, Μ και ἔριτα) 1. φιλονεικία, διένεξη, μάλωμα 2. λογομαχία, διαφωνία 3. διχόνοια μσν. 1. συναγωνισμός 2. φρ. «στέκω εἰς ἔριταν» φιλονικώ αρχ. 1. ένοπλη ρήξη («ἔριν αἱματόεσσαν», Αισχύλ.) 2. άμιλλα, ανταγωνισμός, ζήλος … Dictionary of Greek
παρορίνω — Α εξεγείρω, διεγείρω ελαφρά κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀρίνω «εγείρω, διεγείρω»] … Dictionary of Greek