- παρ-ορέγω
παρ-ορέγω, daneben ausstrecken, Ael. H. A. 1, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ορέγω, daneben ausstrecken, Ael. H. A. 1, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
Царь — один из монархических титулов, равносильный титулу король (см.). В других языках нет того различия, которое русский язык делает между царями и королями, называя первым именем почти исключительно монархов древнего Востока и классического мира, a… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
αρήγω — ἀρήγω (Α) 1. βοηθώ, συντρέχω κάποιον 2. βοηθώ κάποιον σε πόλεμο 3. συντελώ στη θεραπεία ασθένειας κάποιου 4. εμποδίζω, προλαβαίνω κάτι 5. γλυτώνω, κάποιον από κίνδυνο 6. απρόσ. ἀρήγει είναι καλό, πρέπει, αρμόζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται… … Dictionary of Greek
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek
παρόρεγμα — τὸ, Α μισθός, αμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὄρεγμα «το εκτείνειν, το προσφέρειν» (< ὀρέγω)] … Dictionary of Greek