αἰζήεις, bei Ath. IV, 183 b, u. αἰζήϊος, Odyss. 12, 83, = αἰζηός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιζήεις — αἰζήεις, εσσα, ῆεν (Α) παράλληλος τύπος τού αιζηός … Dictionary of Greek
αἰζήεντος — αἰζήεις masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)