αἰκής

αἰκής

αἰκής, ές, = ἀεικής, πῆμα Aesch. Prom. 470; Soph. El. 199, αἰκῶς 102.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αϊκής — ἀικής, ὲς (Α) ποιητικός τύπος τού ἀεικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀ στερητ. + θ Fικ < ἔοικα* + κατάλ. ής το ει τής λ. ἀεικὴς* προήλθε μάλλον από επίδραση τών λ. εἰκάζω, εἰκών] …   Dictionary of Greek

  • αἰκῆ — ἀικής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀικής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀικής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκεῖς — ἀικής masc/fem acc pl ἀικής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκές — ἀικής masc/fem voc sg ἀικής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκέως — ἀικής adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκῶν — ἀικής masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰκῶς — ἀικής adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κᾀκεῖ — αἰκεῖ , ἀικής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἰκεῖ , ἀικής masc/fem/neut dat sg ἀϊκεῖ , ἀικής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀϊκεῖ , ἀικής masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αικία — αἰκία, η (Α) 1. προσβλητική διαγωγή, απρεπής συμπεριφορά, προσβολή, εξύβριση 2. άπρεπη μεταχείριση, σωματική κάκωση 3. στον πληθ. αἱ αἰκίαι βασανιστήρια 4. (ως δικαν. όρ.) άδικη επίθεση, βιαιοπραγία στη φρ. «αἰκίας δίκη», ιδιωτική καταγγελία για… …   Dictionary of Greek

  • αικίζω — αἰκίζω (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ 2. (για θύελλα), καταστρέφω, αφανίζω, συντρίβω 3. μέσ. ό,τι και το ενεργ. 4. παθ. υφίσταμαι βασανιστήρια ή ταλαιπωρίες, βασανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰκής, συνηρημ. τ. τού αϊκής*. ΠΑΡ. αἴκισμα, αἰκισμός] …   Dictionary of Greek

  • αεικής — ἀεικὴς και αττ. αἰκής, ές (Α) 1. ανάρμοστος, ακατάλληλος, υβριστικός, απρεπής 2. ευτελής, ασήμαντος, τιποτένιος 3. επιβλαβής, θανατηφόρος 4. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀεικές ακατάλληλα, άπρεπα 5. φρ. «οὐδὲν ἀεικές έστι», δεν είναι καθόλου παράδοξο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”