αἰγί-βοτος

αἰγί-βοτος

αἰγί-βοτος, von Ziegen beweidet, Ithaka, Od. 4, 606; αἰγ. ἀγαϑή, gut zur Ziegenweide, 13, 246; Scyrus, Diod. 6 (IX, 219).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …   Dictionary of Greek

  • εύβοτος — εὔβοτος, ον (Α) 1. (για περιοχή) αυτός που έχει άφθονη και καλή βοσκή («τοῑς ζῴοις πᾱσιν εὔβοτον», Πλάτ.) 2. ευτραφής, καλοθρεμμένος («εὔβοτος ἀμνός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί βοτος, βού βοτος] …   Dictionary of Greek

  • θερείβοτος — θερείβοτος, ον (Μ) (για τόπο) αυτός που κατά το θέρος χρησιμεύει για βοσκή ζώων, που έχει χορτάρι κατά το θέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί βοτος, βού βοτος] …   Dictionary of Greek

  • θηρόβοτος — θηρόβοτος, ον (Α) 1. ο τόπος όπου τρέφονται άγρια ζώα ή που συντελεί στην εμφάνιση θηρίων («θηρόβοτος ἐρημοσύνη», ΑΠ) 2. θηριοσύχναστος άγριος τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί βοτος, ιππό βοτος] …   Dictionary of Greek

  • μηλόβοτος — μηλόβοτος, ον (Α) 1. αυτός που βόσκεται από πρόβατα («μηλοβότου Φρυγίας», Αισχύλ.) 2. μτφ. αυτός που τίθεται στη διάθεση ανάξιων προσώπων («μηλόβοτον γυναίοις τὴν ἀρχῆν ἀνῆκεν», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + βοτος (< βόσκω),… …   Dictionary of Greek

  • αιγίβοτος — αἰγίβοτος, ον (Α) (για τόπους) αυτός στον οποίο βόσκουν κατσίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (αἴξ) + βοτος < βόσκω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”