- αἰγί-βοσις
αἰγί-βοσις, ἡ, Ziegenweide, Leon. Tar. 56 (IX, 318).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰγί-βοσις, ἡ, Ziegenweide, Leon. Tar. 56 (IX, 318).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιγίβοσις — αἰγίβοσις ( εως), η (Α) βοσκή κατσικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ) + βόσις «τροφή ζώων»] … Dictionary of Greek