αἰγίσκος, ὁ, Dem. von αἴξ, Zicklein, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιγίσκος — αἰγίσκος, ο (Α) [αἴξ] μικρή αίγα, κατσικάκι … Dictionary of Greek
αἰγίσκον — αἰγίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)