αἰκίστρια, ἡ, die Mißhandelnde, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αικίστρια — αἰκίστρια, η (Α) κατά το λεξικό Σούδα, αυτή που βασανίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τού *αἰκιστής] … Dictionary of Greek
αἰκίστρια — she who tortures fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)