- αἱμυλο-μήτης
αἱμυλο-μήτης, ὁ, von einschmeichelnder List, H. h. Merc. 13; einige mss. -μητιν, Ruhnk. conj. -μυϑον, Ilg. αἰσυλομήτην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἱμυλο-μήτης, ὁ, von einschmeichelnder List, H. h. Merc. 13; einige mss. -μητιν, Ruhnk. conj. -μυϑον, Ilg. αἰσυλομήτην.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακομήτης — κακομήτης, ὁ (Α) κακομηδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μητης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα), πρβλ. αγκυλο μήτης, αιμυλο μήτης] … Dictionary of Greek
αιμύλος — αἱμύλος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (συνήθως για λέξεις, λόγια κ.λπ.) κολακευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος 2. (για ανθρώπους) δόλιος, πανούργος 3. με την προηγούμενη σημασία στον Αριστοφ. για την αλεπού (πρβλ. νεοελλ. φρ. «είναι αλεπού», δηλαδή… … Dictionary of Greek