- αἱμυλο-πλόκος
αἱμυλο-πλόκος, Cratin. B. A. 363, Listen flechtend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἱμυλο-πλόκος, Cratin. B. A. 363, Listen flechtend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιμύλος — αἱμύλος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (συνήθως για λέξεις, λόγια κ.λπ.) κολακευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος 2. (για ανθρώπους) δόλιος, πανούργος 3. με την προηγούμενη σημασία στον Αριστοφ. για την αλεπού (πρβλ. νεοελλ. φρ. «είναι αλεπού», δηλαδή… … Dictionary of Greek