νήκτωρ, ορος, ὁ, poet. = νηκτήρ, ἄνδρες, Maneth. 4, 398.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νήκτωρ — νήκτωρ, ὁ (Α) ο κολυμβητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηκ τού νήχω «κολυμπώ» + επίθημα τωρ (πρβλ. δέκ τωρ)] … Dictionary of Greek
νήκτορας — νήκτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)