νήγρετος

νήγρετος

νήγρετος (νη-ἐγείρω) nicht erweckt, nicht zu erwecken, ὕπνος, ein fester Schlaf, aus dem man nicht erwacht, bevor man nicht ganz ausgeschlafen hat, Od. 13, 80, H. h. Ven. 278; νήγρετον εὕδειν, ohne aufzuwachen schlafen, Od. 13, 74; bei Add. 5 (VII, 305), νήγρετον ὑπνώσας, u. a-Sp. ist der ewige Schlaf, der Tod, damit bezeichnet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νήγρετος — νήγρετος, ον (Α) 1. (σπάν. για πρόσ.) αυτός που δεν μπορεί να σηκωθεί ή που δεν σηκώθηκε 2. (για ύπνο) βαρύς, βαθύς («καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, νήγρετος ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. (μαζί με το ύπνος)… …   Dictionary of Greek

  • νήγρετος — unwaking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήγρετον — νήγρετος unwaking masc/fem acc sg νήγρετος unwaking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”