- νήριον
νήριον, τό, nerium, der Oleanderstrauch, sonst ῥοδοδάφνη, Sp., wie Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νήριον, τό, nerium, der Oleanderstrauch, sonst ῥοδοδάφνη, Sp., wie Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νήριον — oleander neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηρίου — νήριον oleander neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέριο — και νήριο, το (Α νήριον) βοτ. γένος δικότυλων φυτών με ένα μόνο πολύμορφο είδος, το Nerium oleander, γνωστό ως ροδοδάφνη, πικροδάφνη, λέαντρος, που είναι αειθαλής θάμνος ή δενδρύλλιο και φυτρώνει στις όχθες ποταμών και ρυακιών ή καλλιεργείται σε… … Dictionary of Greek
νήρειον — νήρειον, τὸ (Α) το φυτό δελφίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. κατ επίδραση τού Νηρεύς ή τού νήριον] … Dictionary of Greek
νήριο — το (Α νήριον) βλ. νέριο … Dictionary of Greek