μήρινθος

μήρινθος

μήρινθος, (vgl. μῆριγξ, σμήρινϑος, μέρμις), Faden, Schnur; πέλειαν λεπτῇ μηρίνϑῳ δῆσεν ποδός, Il. 23, 854; sprichwörtlich ἡ μήρινϑος οὐδὲν ἔσπασε, der Faden zog nicht, Ar. Th. 935, d. i. es half Nichts, von der Angel hergenommen; Luc. Herm. 28. Ein acc. sing. μήρινϑα wie von μῆρινς, Orph. Arg. 599. 1095, wo Herm. μέρμιϑα lies't.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • μήρινθος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθοιο — μήρινθος fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθοις — μήρινθος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθου — μήρινθος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθους — μήρινθος fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθων — μήρινθος fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθῳ — μήρινθος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήρινθοι — μήρινθος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήρινθον — μήρινθος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασάμινθος — ἀσάμινθος, η (Α) 1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας 2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”