- αἰωνό-βιος
αἰωνό-βιος, der ewig lebende, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰωνό-βιος, der ewig lebende, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινόβιος — α, ο (AM κοινόβιος, ον) 1. αυτός που ζει από κοινού με άλλους 2. το ουδ. ως ουσ. το κοινόβιο(ν) α) εκκλ. το μοναστήρι στο οποίο διαμένουν πολλοί μοναχοί οι οποίοι ακολουθούν κοινή λατρεία, έχουν κοινή κατοικία και διατροφή και διοικούνται από… … Dictionary of Greek
κορωνόβιος — κορωνόβιος, ον (Μ) 1. αυτός που έζησε πολλά χρόνια, κορακοζώητος 2. φρ. «κορωνόβιον γῆρας» βαθιά γερατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη «κουρούνα» + βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό βιος, νυκτό βιος] … Dictionary of Greek
λιμνόβιος — α, ο (Α λιμνόβιος, ον) αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε λίμνη νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιμνόβιο βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια υδροχαριτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό βιος, βραχύ… … Dictionary of Greek
λιπόβιοι — λιπόβιοι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεκροί». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό βιος, νυκτερό βιος] … Dictionary of Greek
μακρόβιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Μαρτύρησε επί Λικινίου μαζί με τους Λουκιανό, Γορδιανό, Ζωτικό, Ηλεί και Βαλεριανό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με τους Μίλδα, Αφροδίσιο … Dictionary of Greek