- αἰωρίζω
αἰωρίζω, Sp. = αἰωρέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰωρίζω, Sp. = αἰωρέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εωρίζω — ἐωρίζω (Μ) [εώρα] 1. δ. γρφ. τού αἰωρίζω* 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μετεωρίζω» 3. μέσ. ἐωρίζομαι (κατά τον Ησύχ.) «ἐωρίζεται μετεωρίζεται, ἀναπατεῑ» … Dictionary of Greek