- αἰχμητήριος
αἰχμητήριος λύσσα, kriegerisch, Lycophr. 454.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰχμητήριος λύσσα, kriegerisch, Lycophr. 454.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιχμητήριος — αἰχμητήριος, ία, ον (Α) πολεμικός, φιλοπόλεμος … Dictionary of Greek
αἰχμητηρίαν — αἰχμητηρίᾱν , αἰχμητήριος warlike fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)