αἰχμητήρ

αἰχμητήρ

αἰχμητήρ, ῆρος, ὁ, der Lanzenschwinger, sp. D., z. B. Opp. C. 3, 211; Qu. Sm. 8, 85.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αἰχμητῆρα — αἰχμητήρ prize of the spear masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμητῆρες — αἰχμητήρ prize of the spear masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμητῆρι — αἰχμητήρ prize of the spear masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμητῆρος — αἰχμητήρ prize of the spear masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • αιχμητής — αἰχμητὴς και αἰχμητήρ, ο (Α) [αἰχμή] 1. πολεμιστής που κρατά δόρυ σε αντίθεση προς τον τοξότη 2. ως επίθ. α) αιχμηρός, οξύς β) μαχητικός, φιλοπόλεμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”