αἰσχυντηρός

αἰσχυντηρός

αἰσχυντηρός, = αἰσχυντηλός, Plat. Gorg. 487 b im compar.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αἰσχυντηρός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισχυντηρός — ά, όν (Α) ο αισχυντηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω] …   Dictionary of Greek

  • αἰσχυντῆρος — αἰσχυντήρ dishonourer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχυντηρά — αἰσχυντηρός neut nom/voc/acc pl αἰσχυντηρά̱ , αἰσχυντηρός fem nom/voc/acc dual αἰσχυντηρά̱ , αἰσχυντηρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχυντηρότερον — αἰσχυντηρός adverbial comp αἰσχυντηρός masc acc comp sg αἰσχυντηρός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχυντηροτέρω — αἰσχυντηρός masc/neut nom/voc/acc comp dual αἰσχυντηρός masc/neut gen comp sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχυντηρόν — αἰσχυντηρός masc acc sg αἰσχυντηρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχυντηροί — αἰσχυντηρός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχυντηροῦ — αἰσχυντηρός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • αιδήφρων — αἰδήφρων ( ονος), ο (Α) κατά τον Ησύχιο, «αισχυντηρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῦμαι + φρων < φρήν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”