- αἱσχρήμων
αἱσχρήμων, von αἰσχρός, schimpflich (die Form αἰσχρήμων ist zw.), Ep. ad. 413 (Plan. 15).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἱσχρήμων, von αἰσχρός, schimpflich (die Form αἰσχρήμων ist zw.), Ep. ad. 413 (Plan. 15).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αισχρός — ή, ό (Α αἰσχρός, ά, όν) 1. αυτός που προκαλεί την ντροπή, επονείδιστος, επαίσχυντος, ατιμωτικός 2. ανήθικος, φαύλος, κακοήθης, άθλιος, φρικτός αρχ. 1. (ως αντίθ. τού καλός) (για την εξωτερική εμφάνιση) άσχημος, δύσμορφος, παραμορφωμένος 2.… … Dictionary of Greek