αἰσυμνητήρ

αἰσυμνητήρ

αἰσυμνητήρ, ῆρος, ὁ, Hom. nur Il. 24, 347 κούρῳ αίσυμνητῆρι ἐοικώς, v. l. αἰσυητῆρι; Aristarch las nach Didym. Scholl. αἰσυμνητῆρι u. erklärte = βασιλικῷ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αισυμνητήρ — αἰσυμνητήρ ( ῆρος), ο (Α) [αἰσυμνῶ] κυβερνήτης, ηγεμόνας …   Dictionary of Greek

  • αἰσυμνητήρ — ruler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυμνητῆρα — αἰσυμνητήρ ruler masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσυμνητῆρι — αἰσυμνητήρ ruler masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aisymnet — Ein Aisymnet (altgriech. αἰσυμνητήρ aisymnètèr, auch Diallaktes) war ein „Versöhner“ im antiken Griechenland des 7. und 6. Jahrhundert vor Christus. Während des siebten vorchristlichen Jahrhunderts traten in zahlreichen griechischen Poleis… …   Deutsch Wikipedia

  • αισυητήρ — αἰσυητήρ ( ῆρος), ο (Α) (λέξη αντιγράφων της Ιλιάδας, ως επίθ. του κοῡρος) ευτυχής, πλούσιος ή ποιμένας, βοσκός άλλοι διαβάζουν αἰσημνητήρ και ερμηνεύουν ηγεμονικός, αρχοντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αποτελεί παράγωγο του αἰσυφυῶ,… …   Dictionary of Greek

  • αισυμνώ — αἰσυμνῶ ( άω) (Α) 1. άρχω, κυβερνώ, διοικώ 2. κατέχω το αξίωμα τού αισυμνήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν δεν πρόκειται για δάνειο από κάποια ασιατική γλώσσα με βάση τον τ. αἰσυμν , που εκ τών υστέρων συνδέθηκε παρετυμολογικά προς το αἶσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”