- αἰσυμνητεία
αἰσυμνητεία, ἡ, Wahlkönigreich, nach Arist. Pol. 3, 11 αἱρετὴ τυραννίς; Diog. L. 1, 100.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰσυμνητεία, ἡ, Wahlkönigreich, nach Arist. Pol. 3, 11 αἱρετὴ τυραννίς; Diog. L. 1, 100.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αισυμνητεία — Η εξουσία του αισυμνήτη στην αρχαία Ελλάδα. Η εξουσία αυτή, που δινόταν σε πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης από τις αντιμαχόμενες πολιτικές μερίδες μιας πολιτείας για να τις συμβιβάσει, ήταν ισόβια ή περιορισμένου χρόνου με συγκεκριμένο, συνήθως… … Dictionary of Greek
αἰσυμνητείαν — αἰσυμνητείᾱν , αἰσυμνητεία office of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισυμνήτης — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας τον θεό Διόνυσο. Σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία, όταν κυριεύτηκε η Τροία ο Ευρύπυλος, ο γιος του Ευαίμονα, έλαβε από τα λάφυρα μια λάρνακα που περιείχε άγαλμα του Διονύσου (έργο του Ηφαίστου) την… … Dictionary of Greek
αισυμνητύς — αἰσυμνητύς, η (Α) [αἰσυμνῶ] η αισυμνητεία, το αξίωμα τού αισυμνήτη … Dictionary of Greek