αὔτ-αυτος

αὔτ-αυτος

αὔτ-αυτος, αὐταύτη, ganz derselbe, αὐτ-αύταις χερσίν, = αὐταῖς ταύταις χερσίν, Sophron. bei Apoll. Dysc. Prom. 339 b; τὸν αὐταύτας ἄνδρα Stob. Fl. 85, 18 E., dorisch.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αὐτ' — αὐτά , αὐτός self neut nom/voc/acc pl αὐτά̱ , αὐτός self fem nom/voc/acc dual αὐτά̱ , αὐτός self fem nom/voc sg (doric aeolic) αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg αὐτέ , αὐτός self masc voc sg αὐταί , αὐτός self fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὔτ' — αὐτά , αὐτός self neut nom/voc/acc pl αὐτά̱ , αὐτός self fem nom/voc/acc dual αὐτά̱ , αὐτός self fem nom/voc sg (doric aeolic) αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg αὐτέ , αὐτός self masc voc sg αὐταί , αὐτός self fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

  • αυτουργός — ή, ό (AM αὐτουργός, όν) νεοελλ. (κυρίως ως ουσ.) εκείνος που πραγματώνει με δική του ενέργεια ή παράλειψη την αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος ή ενεργεί πράξη που περιέχει αρχή εκτέλεσής του αρχ. μσν. 1. αυτός που ενεργεί μόνος του, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • παλινάγρετος — παλινάγρετος, ον (Α) 1. αυτός που ανακαλείται («[ἔπος] παλινάγρετον οὐδ ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος 3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + άγρετος (<… …   Dictionary of Greek

  • φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ …   Dictionary of Greek

  • οξυήκοος — η, ο (Α ὀξυήκοος, και εσφ. γρφ. ὀξύκοος, ον) αυτός που έχει οξεία ακοή αρχ. αυτός που έχει οξεία αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ήκοος (< ἀκούω), πρβλ. αυτ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • HERCULES — I. HERCULES Fil. Uberti March. Ep. Augustae, a consiliis Carolo III. Sabaudiae Duci Obiit A. C. 1515. Ughel. T. IV. Ital. sacr. Franciscus August. in Hist. Chron. Ep. Pedemon. II. HERCULES ita vett. pro more solito fortes fere appellarunt. Sic… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHLIAS — Argonauta, Bacchi filius. Val. Flac. l. 1. Argonaut. v. 411. Et quem fama genus non est mentita Lyaei Phlias, immissus patrios de vertice crines. Apollonius l. 1. Φλέιας δ᾿ αὖτ᾿ ἐπὶ τοῖσιν Α᾿ραιθυρέηθεν ἵκανεν. Ubi Schol. Πόλις Πελοποννήσου ἠ… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”