- αὔτ-αρχος
αὔτ-αρχος, ὁ, = αὐτάρχης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὔτ-αρχος, ὁ, = αὐτάρχης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αύταρχος — αὔταρχος, ον (AM) δεσποτικός, απόλυτος μσν. το αρσ. ως ουσ. κυρίαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) * + αρχός < άρχω] … Dictionary of Greek