- αὐήρ
αὐήρ, äol. für ἀήρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐήρ, äol. für ἀήρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
IDA — I. IDA hodie mons Troade, mons altissimus, qui ad Troadem spectat, totius Hellesponti altissimus, Diod. Sic. l. 17. cuiuscacumen Gargarus Strab. l. 10. p. 472. 475. l. 12. p. 574. l. 13. p. 581. 583. et 604. Athen. l. 15. p. 682. dicitur. In hoc… … Hofmann J. Lexicon universale