- αὐάτᾱ
αὐάτᾱ, ἡ, äol. = ἄτη. Pind. P. 2, 28. 3, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐάτᾱ, ἡ, äol. = ἄτη. Pind. P. 2, 28. 3, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυάτα — αὐάτα, η (αιολ. τ.) (Α) η άτη … Dictionary of Greek
αὐάταν — αὐάτᾱν , ἄτη bewilderment fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… … Dictionary of Greek