- αὐθ-ημερινός
αὐθ-ημερινός, an demselben Tage, schnell vergehend, ποιηταί Cratin. bei Arist. Or. 49 p. 521; LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐθ-ημερινός, an demselben Tage, schnell vergehend, ποιηταί Cratin. bei Arist. Or. 49 p. 521; LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυθημερινός — αὐθημερινός, ή, όν (AM) 1. ο αυθήμερος* 2. «μίσθιος αὐθημερινός» ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. «σοφὸς αὐθημερινός» αυτοσχέδιος σοφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + ημερινός < ημέρα] … Dictionary of Greek