- αὐλο-δόκη
αὐλο-δόκη, ἡ, Flötenbehälter, Leon. Tar. 1 (V, 206).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐλο-δόκη, ἡ, Flötenbehälter, Leon. Tar. 1 (V, 206).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιοδόκη — ἰοδόκη και ἰοδόχη, ἡ (Α) θήκη βελών, φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴος (II) + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόκη, αυλο δόκη] … Dictionary of Greek
καπνοδόκη — ἡ (Α καπνοδόκη) νεοελλ. η καπνοδόχος* αρχ. οπή στη στέγη τών οικημάτων από την οποία έβγαινε ο καπνός και εισχωρούσαν οι ηλιακές ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόκη, αυλο δόκη] … Dictionary of Greek