αὐλητήρ

αὐλητήρ

αὐλητήρ, ῆρος, ὁ, der Flötenbläser, Hes. sc. 283; Theogn. 545; Ar. fr. Schol. Av. 874; Lycophr. 234.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αὐλητήρ — masc nom sg αὐλητής flute player masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητῆρα — αὐλητήρ masc acc sg αὐλητής flute player masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητῆρες — αὐλητήρ masc nom/voc pl αὐλητής flute player masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητῆρι — αὐλητήρ masc dat sg αὐλητής flute player masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητῆρος — αὐλητήρ masc gen sg αὐλητής flute player masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλητής — ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [ ίδος], η) [αυλός] 1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό 2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» υγειονομικός μηχανικός …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • ՓՈՂԱՀԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0951 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c գ. αὑλητής, αὑλητήρ իգ. αὑλητρίς , σαλπιγκτής, σαλπιστής tibicen, tubicen, tubicina. որ եւ ՓՈՂԱՐ. Հարկանօղ փողոյ կամ սրնգի. պօրոս՝ զուռնա՝ տիւտիւկ չալօղ. պօռուղեն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”