αὐλητικός

αὐλητικός

αὐλητικός, das Flötenspiel betreffend, νόμοι Plat. de leg. 318 b; πράγματα Apol. 27 b; ἡ αὐλητική, sc. τέχνη, die Flötenbläserkunft, Gorg. 501 e; αὐλ. δάκτυλοις Plat. com. Poll. 4, 56. – Adv., αὐλητικῶς καρκινοῦν τοὺς δακτύλους Antiphan. Ath. XV, 667 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αυλητικός — αὐλητικός, ή, όν (Α) [αυλητής] 1. ο κατάλληλος να εκτελεστεί με αυλό 2. ο επιδέξιος στο παίξιμο του αυλού 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ αὐλητική η τέχνη του αυλητή …   Dictionary of Greek

  • αὐλητικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητικά — αὐλητικός of neut nom/voc/acc pl αὐλητικά̱ , αὐλητικός of fem nom/voc/acc dual αὐλητικά̱ , αὐλητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητικῶν — αὐλητικός of fem gen pl αὐλητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητικόν — αὐλητικός of masc acc sg αὐλητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητικαί — αὐλητικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητικοῖς — αὐλητικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητικοί — αὐλητικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητικοῦ — αὐλητικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητικούς — αὐλητικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλητικῆς — αὐλητικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”